Όλοι πλαστογραφούσαν, περισσότερο απ' όλους οι κληρικοί!


Αφού στις αρχές του 5ου αιώνα αναγνωρίστηκε στη Δύση επίσημα το περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης, η Εκκλησία διαχώριζε αυστηρά ανάμεσα σε κανονικά και μη κανονικά κείμενα.


Όλα όσα δεν θεωρούντο κανονικά, όσα δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να τα χρησιμοποιήσουν, τα χαρακτήριζαν ως «απόκρυφα» και τα πολεμούσαν σκληρά ως «αιρετικά», κατά καιρούς και με την πυρά, αν και βέβαια για πολύ καιρό, καθώς δεν υπήρχε (καθορισμένης έκτασης) κανόνας, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι περισσότεροι αρχαίοι θεολόγοι θεωρούσαν πολλά «απόκρυφα» αποστολικά, εντελώς γνήσια, αληθινά, τα θεωρούσαν τεκμήρια πίστης, κατά καιρούς προτιμούσαν κάποια από αυτά αντί των βιβλίων της Καινής Διαθήκης -ας παραβλέψουμε εντελώς το γεγονός ότι η ίδια η Εκκλησία, με τη μοναδική αυθαιρεσία που τη χαρακτηρίζει, αναγνώρισε επισήμως «απόκρυφα» βιβλία, κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη. Για πολύ καιρό ένα τμήμα της «απόκρυφης» γραμματείας, το οποίο ύστερα δαιμονοποιήθηκε, «θεωρείτο ισότιμο με τα έργα τα οποία αργότερα θεωρήθηκαν ως κανονικά» (Schneemelcher).

Ιδιαίτερα καθώς σε μερικές περιοχές διάβαζαν και σέβονταν τα πάμπολλα αρχαία «απόκρυφα» Ευαγγέλια (από τα οποία μάλιστα σώζεται ένα μικρό τμήμα, αν και μόνο σε αποσπάσματα, σε παραθέματα) τόσο φυσικά, όσο σε άλλες τα κανονικά κείμενα. Ας θυμηθούμε ότι ο χριστιανικός κόσμος δεν ήταν συνεκτικό μέγεθος, ότι δεν υπήρχε από την αρχή «ορθοδοξία» αλλά μια μεγάλη ποικιλία διδασκαλιών και δογμάτων. Έτσι υπήρχε και πληθώρα διαφορετικών Ευαγγελίων, Πράξεων, Αποκαλύψεων, ανάλογα με τις ιδέες των Εκκλησιών. Μόνο όταν άρχισαν τον εμφύλιο πόλεμο (ομολογουμένως πολύ νωρίς), ο οποίος εντεινόταν όλο και περισσότερο, όταν κυρίως η αποκαλούμενη Μεγάλη Εκκλησία αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη, άρχισε ταυτόχρονα να δαιμονοποιεί όλο και περισσότερους χριστιανούς εκτός των γραμμών της, εξωθώντας τη γραμματεία τους στην παρανομία, ανακηρύσσοντας τη σε ψευδή, πλαστή, δηλαδή «απόκρυφη» (από το ρήμα αποκρύπτω: κρύβω). Αυτή η χρήση της λέξης είναι όμως σχετικά νέα, δεν συνηθίζεται ακόμη στους αρχαίους κανονικούς καταλόγους, αρχικά δεν συνδέεται καθόλου με την κανονική ιστορία, αλλά χρησιμοποιήθηκε ταυτόχρονα με την έναρξη του πολέμου κατά των «αιρετικών»· στον Ειρηναίο π.χ. ή τον Τερτυλλιανό, τον μετέπειτα εξέχοντα «αιρετικό», τα «απόκρυφα» και τα «πλαστά» χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα.


Σε κύκλους «αιρετικών», όπου σέβονταν πολύ τα μυστικιστικά κείμενα και τα ονόμαζαν «απόκρυφα», η λέξη είχε εξ ολοκλήρου θετική σημασία. Ακόμη και ο Ωριγένης αξιολογεί θετικά τα ψευδεπίγραφα ως «εκκλησιαστικά » απόκρυφα σε σύγκριση με τα «αιρετικά» μυστικιστικά βιβλία. Αλλά για τους Πατέρες της Εκκλησίας στον αγώνα τους εναντίον των «πλάνων διδασκαλιών» η λέξη πήρε σύντομα αρνητική, απαγορευτική χροιά. Η λέξη «απόκρυφο» ταυτίστηκε γι' αυτούς με τον χαρακτηρισμό του δόλια αποδιδόμενου, του πλαστού, αν και η αφαίρεση των «απόκρυφων» από τον κανόνα συντελέστηκε μόλις μετά από περίπου 400 χρόνια Χριστιανισμού. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι η έννοια «απόκρυφα» και «απόκρυφο» δεν ήταν ποτέ μία, ότι ήταν πάντα πολυσήμαντη και ότι αυτό παρέμεινε πάντα έτσι στην εκκλησιαστική ιστορία τόσο από λογοτεχνική όσο και από θεολογική άποψη. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός, το οποίο οι απολογητές αμφισβητούν ανέκαθεν με πλούτο λόγων αλλά φτώχεια σκέψεων, είναι ότι αντικειμενικά οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στη γραμματεία της Καινής Διαθήκης και την «απόκρυφη» δεν είναι βαρύνουσας σημασίας.

Τέλος, όλα τα «απόκρυφα» μετά την Καινή Διαθήκη τα έγραψαν φυσικά ανεξαιρέτως χριστιανοί. Έτσι, όλα τους είναι χριστιανικές πραγματείες. Συνδέονται και στη μορφή και στη βάση τους λίγο ή πολύ με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Και όλα τους είναι «εξ ολοκλήρου πλαστογραφίες» (Bardenhewer), είτε είναι της Μεγάλης Εκκλησίας, είτε έχουν αιρετική προέλευση. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα «απόκρυφα» συνέβαλαν στη διάδοση του Χριστιανισμού ακριβώς το ίδιο όσο και τα κανονικά κείμενα, ίσως μάλιστα και περισσότερο. Με όλα προσηλύτιζαν, με όλα έκαναν διαφήμιση και με όλα κέρδιζαν οπαδούς. Πολλά «απόκρυφα» μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και διαδόθηκαν ευρέως. Υπήρχαν σε άπειρες και ποικίλες εκδοχές, επεκτάσεις, συντομεύσεις. Συχνά δεν γνωρίζουμε σχεδόν ή και καθόλου αν έχουμε να κάνουμε με εκκλησιαστική ή «αιρετική» πλαστογραφία, επειδή δεν μπορούμε να χαράξουμε σαφή όρια, επειδή τα σωζόμενα αποσπάσματα είναι πολύ μικρά, οι αλλαγές, οι αλλοιώσεις, οι παραμορφώσεις πολύ συχνές, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψαν πολύ σκοτεινές, κατά κανόνα αδιαπέραστα σκοτεινές.

Έτσι, η ίδια η Εκκλησία ωφελήθηκε σημαντικά και για πολύ καιρό, το Μεσαίωνα ακόμα, από τα «απόκρυφα». Όχι μόνο τα δημιουργούσαν οι ίδιοι με μεγάλο ζήλο σε κύκλους της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά όπως αποδεικνύεται η Εκκλησία αναθεωρούσε και ρετούσαρε ήδη νωρίς «αιρετικά απόκρυφα»· μάλιστα «σχεδόν όλα» όσα γενικά υπάρχουν ακόμη από αυτά, «δεν έχουν παραδοθεί με το γνήσιο περιεχόμενο τους, αλλά κατόπιν επεξεργασίας από τους ορθοδόξους» (καθολικός Bardenhewer), δηλαδή οι πλαστογραφίες των «αιρετικών» πλαστογραφούνταν άλλη μια φορά από το εκκλησιαστικό στρατόπεδο. Και ενώ το αρχικό κείμενο εξαφανίστηκε σχεδόν εντελώς και ανεπιστρεπτί, ένα τμήμα των «βελτιωμένων» αυτών κειμένων τα οποία είχαν πλαστογραφηθεί δύο ή, συχνά, και περισσότερες φορές διαβαζόταν και κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Μεσαίωνα, το καταβρόχθιζαν με μανία, ιδιαίτερα, όπως φαίνεται, τις Αποκαλύψεις και τις Πράξεις Πιλάτου210.

Δεν μπορούμε να περιφρονήσουμε τη διάδοση και την αποτελεσματικότητα της πλαστογραφημένης βιβλιογραφίας -ένα πρόβλημα, πολύ μπερδεμένο ακόμη και σήμερα. Η ακτινοβολία της, το κύρος της πρέπει να ήταν μεγάλο, αφού η αθωότητα ήταν τεράστια, ειδικά στις μάζες, και όχι μόνο σε αυτές, και πέρα από αυτό υπήρχε ιδίως στον θρησκευτικό τομέα τρομερή δίψα για τα ασυνήθιστα, τα θαυμαστά, μια δυνατή έλξη για τον αποκρυφισμό και το μυστικισμό· μια ευπιστία η οποία βέβαια εξαπλώνεται τώρα πάλι σαν επιδημία, τηρουμένων των αναλογιών, προς όφελος όλων εκείνων οι οποίοι ψαρεύουν στα θολά. Γι' αυτό και συνήθως η πρώτη Εκκλησία δεν αντιδρούσε με οργή στις πλαστογραφίες, υποστήριζε τη γνησιότητα τους, όμως μόνο για όσο διάστημα τη συνέφεραν και δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις διδασκαλίες της: τα αποφασιστικά κριτήρια για την ανοχή ή και τη διαφήμισή τους. Το περιεχόμενο ενός κειμένου είχε προφανώς μεγαλύτερη σημασία από την αυθεντικότητά του.

Οι πλαστογραφίες των «αιρετικών», αντιθέτως, για την αντιμετώπιση των οποίων συχνά κατασκεύαζαν άλλες πλαστογραφίες, θεωρούνταν ως υπηρεσία του Διαβόλου, ως ηθική τερατωδία. Όσο πρόθυμα έκανε η Εκκλησία τα στραβά μάτια στις δικές της απατεωνιές και για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, με τόσο μεγαλύτερη οργή επέκρινε εκείνες των αντιπάλων. Σίγουρα κατηγορούσε συχνά δίκαια για απάτη τους «αιρετικούς», ιδιαίτερα τους γνωστικούς. Σίγουρα ξεσκέπασε και τους απολλιναριστές ως πλαστογράφους· όπως και γενικά προσπαθούσε να καίει πραγματείες «αιρετικών» οι οποίες κυκλοφορούσαν με το όνομα «ορθόδοξων» συγγραφέων. Αλλά και οι «ορθόδοξοι» πλαστογραφούσαν, βλέπετε. Και έτσι όχι μόνο απαντούσαν στις πλαστογραφίες αλλόδοξων χριστιανών με άλλα πλαστά κείμενα, όπου το ένα πλαστογράφημα έχει την ίδια ηλικία με το άλλο, αλλά ένα άλλο κομμάτι των απατών τους χρησίμευε στην ηθοπλασία -όπως σε τελευταία ανάλυση βέβαια και το (πρώτο) κομμάτι το οποίο υπηρετούσε την «πίστη». Αυτά συνδέονται άρρηκτα, και σε καμία περίπτωση μόνο για το λαό. Μια εντελώς νέου είδους - και πολύ αποτελεσματική - απάτη των χριστιανών ήταν ωστόσο να διαδίδουν πλαστογραφίες με το όνομα του αντιπάλου τους, μεγεθύνοντας σε αυτές την «αιρετικότητά» του, ώστε να μπορούν να την αντικρούουν ευκολότερα.

Και ας μην ξεχνάμε: οι περισσότεροι χριστιανοί απατεώνες, ανεξάρτητα από ποια πλευρά, ήταν ιερωμένοι. Οι αρχηγοί της Εκκλησίας μάλιστα αλληλοκατηγορούνταν για πλαστογραφίες. Έτσι ο Άγιος Ιερώνυμος κατηγόρησε τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Ρουφίνο - με τον οποίο διεξήγαγε έναν από τους χειρότερους «πολέμους» μεταξύ Πατέρων - επανειλημμένα και με εξαιρετική κακία για βιβλιογραφική απάτη. Ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιωάννης κατηγόρησε με τη σειρά του τον Άγιο Ιερώνυμο για πλαστογραφία. Ο Άγιος εκκλησιαστικός Πατέρας Κύριλλος της Αλεξάνδρειας λέγεται ότι στην επίθεση του κατά του Νεστόριου πλαστογράφησε παραθέματα του. Ο επίσκοπος Ευστάθιος της Αντιόχειας, ένας αμείλικτος πολέμιος των αρειανιστών, κατηγόρησε τον επίσκοπο Ευσέβιο της Καισαρείας, τον «πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας», για την πλαστογραφία του δόγματος της Νικαίας. Με λίγα λόγια, όλοι πλαστογραφούσαν. Βεβαίως, σύμφωνα με σύγχρονους γηραιότερους καθολικούς, μόνο οι μη καθολικοί χριστιανοί είχαν το «θράσος» να παρουσιάζουν σε «εξαιρετικά» μεγάλο αριθμό «τα προϊόντα της φαντασίας τους ως θείες αποκαλύψεις» και να διεκδικούν γι' αυτά «αποστολική προέλευση» (Kober).

Στην πραγματικότητα πλαστογραφούσαν οι πάντες: όχι μόνο οι γνωστικοί, οι εγκρατίτες, οι μανιχαϊστές, οι νοβατιανοί, οι μακεδονιανοί, οι αρειανιστές, οι λουκιφεριανοί, οι δονατιστές, οι πελαγιανοί, οι νεστοριανοί, οι απολλιναριστές, οι μονοφυσίτες, αλλά φυσικά και οι ορθόδοξοι, στη μάχη εναντίον του Γνωστικισμού συνέταξαν παραδείγματος χάρη ακόμη και «μη γνήσια» Ευαγγέλια. Ο αποστολικός πρωτονοτάριος Otto Bardenhewer (πέθανε το 1935) στο τετράτομο θεμελιώδες έργο του Geschichte der altkirchlichen Literatur (Ιστορία της λογοτεχνίας της αρχαίας Εκκλησίας) αποδίδει μεν (και πιθανώς δικαίως) την «πλειοψηφία» των «απόκρυφων» της Καινής Διαθήκης σε «αιρετικές ειδικές διδασκαλίες», αλλά μια άλλη «μεγάλη ομάδα» σε «ορθόδοξα χέρια».

Επομένως ας συνοψίσουμε: όλες οι πλευρές πλαστογραφούσαν. Και όλοι όσοι πλαστογραφούσαν ήταν χριστιανοί! Και πολλοί από αυτούς ήταν χριστιανοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Ο ιστορικός του Δικαίου από το Τύμπινγκεν Friedrich Thudichum (πέθανε το 1913), συγκέντρωσε σε τρεις μεγάλους τόμους τις Εκκλησιαστικές Πλαστογραφίες.


ΠΗΓΕΣ:

«Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού» (Karlheinz Deschner) | «Αντιγνώση» (Λιλή Ζωγράφου) | «Το μεγάλο ψέμα» (Μιχάλης Καλόπουλος) | «Οι πλαστές πηγές της Καινής Διαθήκης» (Tony Bushby, προσαρμογή: Λίλα Σταμπούλογλου) [nexushellas.gr]